- ἀνανήψει
- ἀνανήφωbecome sober againaor subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
ανάνηψη — η το να ανανήψει κανείς: Αυτόν που εγχειρήθηκε τον έχουν στο θάλαμο ανάνηψης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανανήφω — ανάνηψα 1. έρχομαι πάλι στα συγκαλά μου, γίνομαι ξανά νηφάλιος, συνέρχομαι: Σε λίγο θα ανανήψει από το λήθαργο. 2. ξαναγυρίζω στον ίσιο δρόμο, μετανιώνω: Ανάνηψε από την πλάνη που βρισκόταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)